αναψυκτικός

αναψυκτικός
η , ό[ν] прохладительный, освежающий;

αναψυκτικά ποτά — прохладительные напитки


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναψυκτικός" в других словарях:

  • αναψυκτικός — ή, ό (Α ἀναψυκτικός, ή, όν) αυτός που αναψύχει, δροσιστικός …   Dictionary of Greek

  • διαψυκτικός — διαψυκτικός, ή, όν (Α) δροσιστικός, αναψυκτικός …   Dictionary of Greek

  • δροσιστικός — ή και ιά, ό αυτός που δροσίζει, ο αναψυκτικός («δροσιστικά ποτά») …   Dictionary of Greek

  • εμψυκτικός — ἐμψυκτικός, ή, όν (Α) ο κατάλληλος για ανάψυξη, αναψυκτικός, δροσερός, δροσιστικός …   Dictionary of Greek

  • εύψυχος — (I) η, ο (ΑΜ εὔψυχος, ον) γενναιόψυχος, ανδρείος, θαρραλέος, εύτολμος, αποφασιστικός, γενναιόκαρδος, λεοντόκαρδος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔψυχον η ευψυχία, η γενναιοψυχία. επίρρ... εὐψύχως (ΑΜ, Μ και εὔψυχα) με τόλμη, με θάρρος αρχ. με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»